ἐπιβουλεύεται

ἐπιβουλεύεται
ἐπιβουλεύω
plot
pres ind mp 3rd sg
ἐπιβουλεύω
plot
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • έφεδρος — η, ο (Α ἔφεδρος, ον) αυτός που βρίσκεται σε αναμονή για να χρησιμοποιηθεί σε ώρα ανάγκης και ιδιαίτερα κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις, αυτός που βρίσκεται σε αναμονή για να σπεύσει για βοήθεια αν κινδυνεύσει κάποιο τμήμα τής πρώτης γραμμής, ο… …   Dictionary of Greek

  • ανεπιβούλευτος — ἀνεπιβούλευτος, ον (AM) εκείνος τον οποίο δεν μπορεί να επιβουλευθεί κανένας αρχ. εκείνος που δεν επιβουλεύεται κάποιον άλλο, που δεν σχεδιάζει ύπουλα να βλάψει άλλον …   Dictionary of Greek

  • αυτεπιβούλευτος — αὐτεπιβούλευτος, ον [επιβουλεύω] αυτός που επιβουλεύεται τον ίδιο τον εαυτό του, αυτοκαταστροφικός …   Dictionary of Greek

  • αυτοβοήθεια — Νομικός όρος που σημαίνει το δικαίωμα που έχει ένα άτομο να υπερασπίζεται τον εαυτό του, όταν η ζωή του ή η ελευθερία του βρίσκονται σε κίνδυνο εξαιτίας των εχθρικών ενεργειών κάποιου άλλου ή άλλων ατόμων. Η α. αποτελεί, κατ’ επέκταση, δικαίωμα… …   Dictionary of Greek

  • επιβουλεύω — και επιβουλεύομαι (AM ἐπιβουλεύω) μηχανεύομαι, σχεδιάζω κάτι κρυφά για να βλάψω κάποιον («επιβουλεύεται τη ζωή μου») αρχ. 1. μηχανορραφώ εναντίον κάποιου 2. ετοιμάζω κάτι κρυφά 3. είμαι επιβλαβής 4. θέτω κάτι ως σκοπό μου, αποβλέπω σε κάτι.… …   Dictionary of Greek

  • θυμοφθόρος — θυμοφθόρος, ον (Α) 1. αυτός που φθείρει την ψυχή, αυτός που καταστρέφει τη ζωή («θυμοφθόρα φάρμακα» δηλητηριώδη φάρμακα, Ομ. Οδ.) 2. μτφ. αυτός που επιβουλεύεται τη ζωή κάποιου («γράψας ἐν πίνακι θυμοφθόρα πολλά [ενν. σήματα]» αφού έγραψε σε… …   Dictionary of Greek

  • καλοθελητής — ο, θηλ. καλοθελήτρα (Μ καλοθελητής) αυτός που θέλει το καλό κάποιου, αυτός που έχει ευνοϊκές διαθέσεις νεοελλ. (ειρωνικά) αυτός που δείχνει προσποιητό ενδιαφέρον για κάποιον, ενώ στην πραγματικότητα τόν επιβουλεύεται, αυτός που κρυφά επιδιώκει το …   Dictionary of Greek

  • λοχίζω — (Α) [λόχος] 1. ενεδρεύω, παραφυλάω 2. τοποθετώ κάποιον ως φύλακα σε ενέδρα («δείσας μὴ κυκλωθῇ λοχίζει ἐς ὁδόν τινα κοίλην και λοχμώδη ὁπλίτας», Θουκ.) 3. περιβάλλω με ενέδρες, περικυκλώνω κάποιο μέρος με άνδρες που ενεδρεύουν («λελοχισμένον… …   Dictionary of Greek

  • συνεπίβουλος — ὁ, Α [συνεπιβουλεύω] αυτός που επιβουλεύεται κάποιον μαζί με κάποιον άλλο …   Dictionary of Greek

  • τραϊτούρος — ο, Ν (στον Ερωτόκρ.) 1. προδότης 2. αυτός που επιβουλεύεται τους άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. traditore «προδότης»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”